- ασφαλτόστρωτος
- -η, -οαυτός που σκεπάστηκε με άσφαλτο: Όλοι οι δρόμοι της πόλης ήταν πια ασφαλτόστρωτοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασφαλτόστρωτος — η, ο ασφαλτοστρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασφαλτοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή (1809 1892)] … Dictionary of Greek